φίδι

φίδι
το / φίδιν, ΝΜ, και παλ. εσφ. τ. φείδι Ν
συν. στον πληθ. τα φίδια
ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία τής τάξης ερπετών οφίδια, η οποία περιλαμβάνει 2.700 είδη, συγγενικά με τις σαύρες και τα αμφισβαίνια και ευρέως διαδεδομένα, ιδίως στις θερμές περιοχές τής Γης
νεοελλ.
1. μτφ. ύπουλος, κακεντρεχής άνθρωπος
2. φρ. α) «φίδι κολοβό» — πολύ πονηρός και ύπουλος άνθρωπος
β) «μέ ζώσανε [ή ζώστηκα] τα φίδια» — άρχισα να κυριεύομαι από αγωνία και ανησυχία
γ) «βγάζω το φίδι από την τρύπα» — αναλαμβάνω το δυσκολότερο και πιο επικίνδυνο μέρος μιας ενέργειας
δ) «μαύρο φίδι που σέ έφαγε» — θα πάθεις ή έπαθες μεγάλο κακό
ε) «το φίδι θωρείς και τον συρμό γυρεύεις» — λέγεται για εκείνους που ζητούν να βγάλουν συμπεράσματα από εικασίες, ενώ βρίσκονται προ τετελεσμένων γεγονότων
στ) «νομισματικό φίδι»
(οικον.) νομισματικό σύστημα καθορισμού τών ισοτιμιών τών εθνικών νομισμάτων τών χωρών-μελών τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θεσπίστηκε το 1972 και αντικαταστάθηκε το 1979 από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα
4. παροιμ. «φίδι φύλα τον χειμώνα, να σέ φάει το καλοκαίρι» — λέγεται για εκείνους που ανταποδίδουν κακό στο καλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. φίδιν < αρχ. ὀφίδιον, υποκορ. τού ὄφις «φίδι», με σίγηση τού αρκτικού άτονου -ο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φίδι — το 1. είδος ερπετού: Τον δάγκωσε φίδι. 2. μτφ., άνθρωπος ύπουλος, κακεντρεχής: Τι φίδι είναι αυτός! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασπίδα της Κλεοπάτρας — Φίδι, που η κοινή ονομασία του είναι κόμπρα ή κόμπρα της Αιγύπτου και ζει σε ολόκληρη την Αφρική, βόρεια και ανατολική, στην Παλαιστίνη και την Αραβία. Η α. της Κ. έχει φολίδες πάνω στο σώμα της, μαυριδερές στη ράχη και λευκές στην κοιλιά και… …   Dictionary of Greek

  • ουροβόρος όφις — Φίδι που κουλουριάζεται και δαγκώνει την ουρά του. Ο ο.ο. λατρευόταν στους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους στη Φρυγία, ως έμβλημα της υπέρτατης δύναμης, της φρόνησης και της μυστηριακής γνώσης. Οι λάτρες του ονομάζονταν οφείτες και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • φιδιτίου — φιδῑτίου , φιδίτιον common mess neut gen sg φιλίτιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιδίται — φιδί̱τᾱͅ , φιδίτης member of a masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιδίταις — φιδί̱ταις , φιδίτης member of a masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιδίτιον — φιδί̱τιον , φιδίτιον common mess neut nom/voc/acc sg φιλίτιον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εριχθόνιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηφαίστου και της Γης. Κατά τη μυθολογία, η Αθηνά πήγε κάποτε στο εργαστήρι του Ηφαίστου για να της φτιάξει όπλα, αλλά εκείνος της επιτέθηκε με ερωτικές διαθέσεις. Η θεά αντιστάθηκε και το σπέρμα του… …   Dictionary of Greek

  • οφιολατρεία — Η λατρεία των φιδιών αλλά και, γενικότερα, των ερπετών. Το φίδι στη συνείδηση των πρωτόγονων ήταν το πιο μυστηριώδες ζώο. Με την ευκινησία του, παρά το γεγονός ότι δεν είχε πόδια, τους χρωματισμούς του, τα λαμπερά μάτια του και την ικανότητα του… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”